μελανίνη

μελανίνη
η биол меланин

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μελανίνη" в других словарях:

  • μελανίνη — Φυσική χρωστική του δέρματος. Συναντάται στις τρίχες, στο δέρμα και στην ίριδα των ματιών των σπονδυλοζώων. Σχηματίζεται με οξείδωση του αμινοξέος τυροσίνη. Η μ. παράγεται από τα μελανοκύτταρα, έναν τύπο κυττάρων που βρίσκονται στην επιδερμίδα,… …   Dictionary of Greek

  • μελανινικός — ή, ό [μελανίνη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελανίνη ή αυτός που περιέχει μελανίνη …   Dictionary of Greek

  • μελανοκύτταρο — Ειδικός τύπου κυττάρου του δέρματος, υπεύθυνο για την παραγωγή της χρωστικής μελανίνη. Βλ. λ. μελανίνη. * * * το·ανατ. ειδικό κύτταρο τού δέρματος τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το οποίο περιέχει κοκκία μελανίνης και παρέχει προστασία στα… …   Dictionary of Greek

  • λεύκη — I (Βοτ.). Βλ. λ. λεύκα ή λεύκη. II (Ιατρ.). Κοινή ονομασία δερματικής πάθησης (vitiligo vulgaris) κατά την οποία εμφανίζεται διαταραχή χρώσης του δέρματος οφειλόμενη στην εξαφάνιση της μελανίνης κατά περιοχές. Η αιτιολογία παραμένει άγνωστη, αν… …   Dictionary of Greek

  • σπίλος — (Ιατρ.). Δυσπαλία των ιστών που συχνότερα και εμφανέστερα προσβάλλει το δέρμα. Οι σ. προέρχονται από συσσώρευση κυττάρων γεμάτων με μελανίνη, που ονομάζονται μελανοφόρα κύτταρα. Η όψη τους εξαρτιέται από τον αριθμό αλλά και από την κατάσταση των… …   Dictionary of Greek

  • τυροσινάση — η, Ν (βιοχ.) γενική ονομασία ομάδας ενζύμων που έχουν την ιδιότητα να οξειδώνουν την τυροσίνη προς τη μαύρη χρωστική μελανίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tyrosinase (< tyrosine + κατάλ. ase)] …   Dictionary of Greek

  • μελάνωμα — το, ατος 1. βάψιμο με μελάνι, λέρωμα με μελάνι. 2. (ιατρ.), κακοήθης όγκος με μελανίνη (είδος καρκίνου) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»